βανδαλικός

βανδαλικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Βανδάλους.
2. βάρβαρος, σκληρός: Σε καιρό πολέμου οι βανδαλικές πράξεις είναι αναπόφευκτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βανδαλικός — ή, ό αυτός που ανήκει στους Βανδάλους ή έχει σχέση μ αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βάνδαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Βυζαντίου Δ. Σκαρλάτου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”