- βανδαλικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Βανδάλους.2. βάρβαρος, σκληρός: Σε καιρό πολέμου οι βανδαλικές πράξεις είναι αναπόφευκτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.